Ο νέος νόμος για την αναμόρφωση του πλαισίου των εθνικών υποδομών ποιότητας: τι αλλάζει, για ποιους και τι να περιμένουν οι επιχειρήσεις
Αυγή Οικονομίδου
Senior Advisor, Τομέας Φορολογίας, Επενδύσεων & Λειτουργίας Αγοράς, ΣΕΒ
Άρθρο στο Μηνιαίο Ενημερωτικό Δελτίο ΣΕΒ – Ρυθμιστικό Περιβάλλον και Επιχειρήσεις – 28 Ιουλίου 2025
Α. Ποιες είναι οι εθνικές υποδομές ποιότητας;
Ο ν. 5218/2025 (ΦΕΚ Α΄125/14.07.2025) εισάγει σημαντικές αλλαγές στις εθνικές υποδομές ποιότητας με κυριότερη το γεγονός ότι για πρώτη φορά θεσπίζεται ένα ενιαίο και συνεκτικό πλαίσιο για τα θέματα ποιότητας, κάνοντας ρητές αναφορές: α) στο ισχύον θεσμικό πλαίσιο, β) στους αρμόδιους φορείς για την τυποποίηση, τη μετρολογία και τη διαπίστευση και γ) στους διαπιστευμένους οργανισμούς αξιολόγησης συμμόρφωσης.
Β. Ποιες αλλαγές φέρνει ο νόμος και πώς αξιολογούνται;
Ο νόμος κινείται σε τρεις (3) βασικούς άξονες:
- Σύσταση Εθνικού Ψηφιακού Μητρώου Πιστοποιήσεων και Ελέγχων: Θα αναρτώνται από το ΕΣΥΔ, το ΕΙΜ και τους οργανισμούς αξιολόγησης συμμόρφωσης, μεταξύ άλλων, οι πιστοποιήσεις επιχειρήσεων, τα παραστατικά προμήθειας των προτύπων, τα παραστατικά παροχής υπηρεσιών των οργανισμών αξιολόγησης συμμόρφωσης και τα στοιχεία των επιθεωρητών τους. Ο ΕΛΟΤ αναλαμβάνει την ανάπτυξη και λειτουργία του Μητρώου, ενώ θα υπάρχει διαβαθμισμένη πρόσβαση. Η στόχευση του Μητρώου δεν είναι πλήρως σαφής. Κρίσιμο, λοιπόν, είναι να μην προκληθεί περιττό διοικητικό βάρος στους υπόχρεους προς καταχώριση φορείς, δίχως ουσιαστική αξιοποίηση των δεδομένων στην κατεύθυνση, ενδεικτικά, περισσότερων και καλύτερων ελέγχων.
- Θέσπιση, για πρώτη φορά, μηχανισμού διακυβέρνησης των υποδομών ποιότητας και «Εθνικής Πολιτικής Ποιότητας»: Οι δημόσιες αρχές υποχρεούνται, πριν τη θέσπιση τεχνικών κανόνων ή πολιτικών ποιότητας, να λαμβάνουν πρώτα γνωμάτευση από τους ΕΛΟΤ, ΕΣΥΔ και ΕΙΜ. Αν και ο νομοθέτης δεν «τόλμησε» τη δεσμευτικότητα της γνώμης τους, πρόκειται για πολύ σημαντική εξέλιξη, διότι αντιμετωπίζει το φαινόμενο θέσπισης εθνικών κανόνων ποιότητας χωρίς προηγούμενη διασφάλιση της συμμόρφωσής τους με τους ευρωπαϊκούς Κανονισμούς (EE) 1025/2012 και 765/2008 για την τυποποίηση και τη διαπίστευση αντίστοιχα. Η Κυβερνητική Επιτροπή Ποιότητας αναλαμβάνει την εποπτεία του νέου μηχανισμού, όπως και τη διαμόρφωση, παρακολούθηση και αξιολόγηση της «Εθνικής Πολιτικής Ποιότητας».
- Δομικές αλλαγές στους αρμόδιους φορείς που υποστηρίζουν τις ανάγκες των επιχειρήσεων για πιστοποίηση: Προβλέπονται – για πολλοστή φορά από το 2013 – ριζικές αλλαγές: α) Ο ΕΛΟΤ αποσχίζεται από το ΕΣΥΠ και μετατρέπεται από ΝΠΙΔ σε ανώνυμη εταιρεία (ΑΕ), β) Το ΕΣΥΠ διατηρεί μόνο το ΕΙΜ και αποκτά κοινό εννεαμελές (από πενταμελές) Διοικητικό Συμβούλιο (ΔΣ) με τον ΕΛΟΤ, του οποίου γίνεται μέτοχος, γ) Το ΕΣΥΔ μετατρέπεται από ΝΠΙΔ σε ΑΕ και δ) Ο ΣΕΒ αποκτά μόνιμη συμμετοχή στα ΔΣ των ΕΛΟΤ, ΕΣΥΔ και ΕΣΥΠ. Η εμπειρία από τις προηγούμενες μεταβολές στις δομές των εν λόγω φορέων είναι επίπονη, γεγονός που προκαλεί έντονη ανησυχία για την ομαλή μετάβαση στα νέα σχήματα, ειδικά στην περίπτωση των ΕΣΥΠ και ΕΛΟΤ. Τέλος, καθώς ο νόμος δεν δίνει τους αναγκαίους βαθμούς ευελιξίας για την ταχεία κάλυψη των κενών θέσεων των εν λόγω οργανισμών, η αντιμετώπιση της έντονης υποστελέχωσής τους καθίσταται αμφίβολη.
Γ. Πώς αλλάζει η καθημερινότητα των επιχειρήσεων;
Έμμεσα, ο νόμος επιδρά σε όλες τις επιχειρήσεις, υπό την έννοια ότι για την απόκτηση οποιασδήποτε πιστοποίησης (είτε για απόδειξη συμμόρφωσης σε νομοθεσία είτε για βελτίωση συστημάτων και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας), η εύρυθμη λειτουργία των ΕΛΟΤ-ΕΣΥΔ-ΕΙΜ είναι απαραίτητη προϋπόθεση.
Δ. Συμπερασματικά
Ο Ν. 5218/2025 σηματοδοτεί την αναβάθμιση της ποιότητας και ασφάλειας ως πολιτική προτεραιότητα, με ενιαία προσέγγιση. Ωστόσο, η εφαρμογή του στην πράξη αναμένεται να αποτελέσει σημαντική πρόκληση σε όλα τα επίπεδα.
Ταυτόχρονα, επισημαίνεται ότι η ποιότητα προάγεται όταν υπάρχει και αποτελεσματική εποπτεία της αγοράς. Ως εκ τούτου, πρέπει να ενισχυθεί, με στοχευμένες πρωτοβουλίες, το ελεγκτικό έργο που – ειδικά στο πεδίο των βιομηχανικών προϊόντων – είναι εξαιρετικά περιορισμένο και που είναι απολύτως κρίσιμο τόσο για την ασφάλεια των προϊόντων που κυκλοφορούν στην αγορά όσο και για τη διασφάλιση όρων υγιούς ανταγωνισμού.