Κέρδη από νόμους που δεν περιορίζουν τον ανταγωνισμό – Άρθρο κ. Μιχάλη Μητσόπουλου, Διευθυντή Τομέα Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος και Ρυθμιστικών Πολιτικών ΣΕΒ, στα ΝΕΑ, 15/2/2020
Οι νόμοι και κανονιστικές πράξεις του κράτους που περιορίζουν τον ανταγωνισμό, χωρίς αυτό να δικαιολογείται από κάποιον πολύ σημαντικό λόγο, προκαλούν σημαντική βλάβη στην οικονομία και το κοινωνικό σύνολο. Οι επιπτώσεις είναι καταλυτικές όχι μόνο για την ευημερία μιας οικονομίας και κοινωνίας, αλλά και για τη διάρθρωσή τους.
Ενδεικτικά, όταν ένας νόμος του κράτους περιορίζει τον ανταγωνισμό σε μια αγορά, αυτό σημαίνει ότι ικανοί και εργατικοί επιχειρηματίες καθώς και οι εργαζόμενοι στις επιχειρήσεις τους δεν μπορούν να προοδεύσουν και να κερδίσουν μερίδιο αγοράς παρόλο που προσφέρουν υψηλότερη ποιότητα σε χαμηλότερη τιμή. Κατά προέκταση, περιορίζεται και η εισαγωγή καινοτομίας στην καθημερινότητα μας καθώς αυτοί οι πιο ανταγωνιστικοί εργαζόμενοι και επιχειρηματίες δεν έχουν ευκαιρία να εισάγουν στην αγορά το καινούριο που είναι φτηνότερο και καλύτερο. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις είναι λιγότερες σε ένα τέτοιο περιβάλλον καθώς απαγορεύεται η επέκταση και ο μετασχηματισμός σε σημαντικούς κλάδους της αγοράς. Ποσοτικές και ποιοτικές επιπτώσεις, σημαντικές, υπάρχουν και για την αγορά εργασίας. Οι εργαζόμενοι που έχουν κατάλληλη εξειδίκευση και σπουδές δεν έχουν την ευκαιρία να εργαστούν με τρόπο που να αξιοποιεί τη γνώση τους. Καθώς απουσιάζουν οι ευκαιρίες μεγέθυνσης των επιτυχημένων επιχειρήσεων και των οικοσυστημάτων που αναπτύσσονται γύρω από αυτές, οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται είναι λίγες και εκλείπει μια ισορροπημένη εκπροσώπηση μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων, δηλαδή κατά τεκμήριο εξωστρεφών και νομοταγών επιχειρήσεων, από την αγορά. Ως αποτέλεσμα οι υφιστάμενες θέσεις εργασίας δεν έχουν προοπτική επαγγελματικής και μισθολογικής εξέλιξης ενώ δεν δημιουργούνται πολλές θέσεις εργασίας σε ειδικότητες αιχμής – η κοινωνία χάνει δηλαδή την ικανότητα να καρπωθεί τα οφέλη της προόδου.
Στα χρόνια που προηγήθηκαν της ελληνικής κρίσης, δείκτες όπως του ΟΟΣΑ για τη ρύθμιση των σημαντικών αγορών δικτύων (όπως οι επικοινωνίες, μεταφορές και ενέργεια) και επαγγελμάτων κατέγραφαν ότι η Ελλάδα είναι από τις χώρες με νόμους και κανόνες που περιορίζουν σε εξαιρετικά υψηλό βαθμό τον ανταγωνισμό, ενώ φυσικά καταγράφονταν και όλες οι προαναφερόμενες αρνητικές καταστάσεις στην οικονομία και αγορά εργασίας. Επιπλέον, η εφαρμογή ενός ειδικού εργαλείου αξιολόγησης νόμων και κανόνων που έχει αναπτύξει ο ΟΟΣΑ, του λεγόμενου Competition Assessment Toolkit ή «του toolkit», έδειξε ότι πράγματι στην Ελλάδα οι διατάξεις που περιορίζουν τον ανταγωνισμό ήταν διάσπαρτες σχεδόν παντού.
Πρόσφατη μελέτη του ΣΕΒ κατέγραψε ότι η προσπάθεια που έγινε από διαδοχικές κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια οδήγησε στην απομάκρυνση αρκετών από αυτές. Αυτό που αναδείχθηκε, τελικά, είναι ότι η απουσία μιας συστηματικής καταγραφής των νόμων και κανονιστικών διατάξεων που περιορίζουν τον ανταγωνισμό διευκόλυνε τη σώρευση στην Ελλάδα τέτοιων επιζήμιων για το κοινωνικό σύνολο διατάξεων και ότι η συστηματική τους καταγραφή τελικά οδήγησε στην απομάκρυνση πολλών εκ αυτών. Καθώς η χώρα γυρνάει σελίδα και αποσκοπεί στην υιοθέτηση ενός νέου παραγωγικού μοντέλου, που διευκολύνει την παραγωγή και δίνει αξία στην εργασία, αναδεικνύεται η ανάγκη εμείς οι ίδιοι, με δικιά μας πρωτοβουλία και όχι κατά προτροπή των ξένων, να εγκαταστήσουμε έναν μόνιμο μηχανισμό αξιολόγησης των νόμων, ώστε να διασφαλίζεται ότι αυτοί δεν περιορίζουν τον ανταγωνισμό.