Πως θα παραμείνει ανταγωνιστική η Ελλάδα
Άρθρο κας Ράνιας Αικατερινάρη, Προέδρου Εκτελεστικής Επιτροπής & Αντιπροέδρου Δ.Σ. ΣΕΒ στην Εφημερίδα των Συντακτών
Η διεθνής συγκυρία χαρακτηρίζεται από αυξανόμενη αστάθεια: γεωπολιτικές εντάσεις, επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου και μεταβαλλόμενες επενδυτικές προτεραιότητες διαμορφώνουν ένα σύνθετο πλαίσιο. Σε αυτό το περιβάλλον, η Ευρώπη καλείται να διαφυλάξει τη στρατηγική της αυτονομία, να ενισχύσει την ασφάλειά της και να λάβει άμεσα μέτρα για να μην απωλέσει άλλη ανταγωνιστικότητα.
Η Ελλάδα διατηρεί μια αναπτυξιακή δυναμική η οποία είναι αποτέλεσμα της σημαντικής προόδου που έχει πραγματοποιήσει μετά την κρίση. Όμως, την ίδια ώρα η επίμονα χαμηλή παραγωγικότητα μας υπενθυμίζει ότι η συνέχιση της προσπάθειας είναι απαραίτητη, όχι μόνο για τη θωράκιση της οικονομίας, αλλά και για να διασφαλιστεί μια ανθεκτική στο χρόνο βελτίωση των εισοδημάτων.
Συνεπώς, για να διατηρηθεί η αύξηση της απασχόλησης, η προσέλκυση επενδύσεων και η διατήρηση υψηλών – σε σχέση με την Ευρώπη – ρυθμών ανάπτυξης χρειάζονται στοχευμένες παρεμβάσεις που θα απομακρύνουν τα εμπόδια που ακόμα ορθώνονται στην παρούσα συγκυρία στην αύξηση της παραγωγικότητας. Για αυτό και πιστεύουμε ότι η παροχή επενδυτικών κινήτρων θα πρέπει να έχει ως βασικό κριτήριο αξιολόγησης των επενδύσεων την αύξηση της παραγωγικότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα, σύμφωνα με μελέτη του ΟΑΣΑ, το 74% των χωρών έχουν ως βασικά κριτήρια την αύξηση της παραγωγικότητας και της καινοτομίας. Η Ελλάδα είναι μεταξύ 5 μόνο χωρών (Ελλάδα, Ιρλανδία, Λιθουανία, Κορέα και Κολομβία) που θέτει τη δημιουργία θέσεων εργασίας ως το πιο σημαντικό κριτήριο.
Καλωσορίζουμε την προσπάθεια της πολιτείας να ενισχύσει μεγάλα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας, αλλά είναι ταυτόχρονα αναγκαίο να ληφθούν πρωτοβουλίες και για τις επιχειρήσεις. Η μακροπρόθεσμη ευημερία δεν μπορεί παρά να βασιστεί και στις επιχειρήσεις που παράγουν, εξάγουν, επενδύουν και καινοτομούν δημιουργώντας (και καλύπτοντας) ποιοτικές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Για τις εξαγωγές, όπου οι δασμοί των ΗΠΑ αλλάζουν διαρκώς τα δεδομένα, η ενίσχυση της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς είναι καίριας σημασίας, εφόσον συμπληρώνεται και από τη διεύρυνση εξαγωγικών προορισμών σε εναλλακτικές αγορές (π.χ. Ινδία, αραβικός κόσμος). Οι Ευρωπαίοι είναι οι πρώτοι εταίροι ο ένας του άλλου και αρκεί μια αύξηση 2,4% στο ενδοκοινοτικό εμπόριο για να αντισταθμιστεί μια πτώση 20% προς τις ΗΠΑ.
Ταυτόχρονα, το παγκόσμιο πεδίο ανταγωνισμού σήμερα δεν αφορά μόνο το εμπόριο και τις επενδύσεις, αλλά και τη μάχη για ταλέντο. Η προσέλκυση και διακράτηση ανθρώπινου δυναμικού με σύγχρονες γνώσεις και δεξιότητες υψηλής εξειδίκευσης αναδεικνύεται ως κρίσιμος παράγοντας που επιτρέπει στις χώρες να αξιοποιήσουν τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις για την αύξηση της παραγωγικότητας και τη μείωση του κόστους της μετάβασης προς ένα βιώσιμο υπόδειγμα ανάπτυξης.
Το ζήτημα αυτό επηρεάζει άμεσα την Ελλάδα, που εμφανίζει ένα σημαντικό κενό δεξιοτήτων, αλλά και έντονο δημογραφικό πρόβλημα. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του CEDEFOP, μέχρι το 2035, η ελληνική οικονομία θα χρειαστεί περίπου 2 εκατ. εργαζόμενους. Από αυτούς, σχεδόν 650 χιλιάδες θέσεις εργασίας προβλέπεται να απαιτήσουν υψηλή εξειδίκευση, να είναι δηλαδή θέσεις υψηλής παραγωγικότητας και προστιθέμενης αξίας σε τομείς όπως η πληροφορική, τα δεδομένα, το ΑΙ και συνολικά η ψηφιακή οικονομία και οι τεχνολογίες αιχμής. Την ίδια στιγμή, ο ΟΟΣΑ καταγράφει ότι η Ελλάδα παρουσιάζει σημαντικό έλλειμμα στα επαγγέλματα ΤΠΕ (Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών), με 367% περισσότερα κενά ανά εργαζόμενο σε σύγκριση με το μέσο επάγγελμα, έναντι 117% του μέσου όρου του ΟΟΣΑ.
Αυτή η έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με κατάρτιση για την οποία έχουμε καταθέσει προτάσεις και αναλαμβάνουμε πολλές δράσεις. Χρειάζεται και φορολογική πολιτική φιλική προς τη δημιουργία και διακράτηση αυτών των θέσεων εργασίας. Ο ΣΕΒ έχει επανειλημμένως τονίσει ότι η υψηλή φορολογική επιβάρυνση εισοδημάτων μεσαίου επιπέδου αποθαρρύνει την επιστροφή Ελλήνων εργαζομένων από το εξωτερικό και περιορίζει την ικανότητα των επιχειρήσεων να προσφέρουν ανταγωνιστικές αμοιβές. Ένα πιο φιλικό φορολογικό περιβάλλον για τα μεσαία στελέχη είναι πολύ σημαντικό, καθώς συνδέεται άμεσα και με την ικανότητα της ελληνικής οικονομίας να ανταποκριθεί στις ανάγκες της αγοράς εργασίας σε μια συγκυρία που το δημογραφικό γίνεται ολοένα και πιο έντονο.
Ταυτόχρονα, όμως, οι επενδύσεις προϋποθέτουν και λιγότερα ρυθμιστικά βάρη και γραφειοκρατία, που είναι και το μεγάλο πρόβλημα της Ευρώπης, μαζί με το υψηλό ενεργειακό κόστος.
Στην κατεύθυνση αυτή, ο ΣΕΒ υπέβαλε στην Κυβέρνηση μια ολοκληρωμένη πρόταση μείωσης της γραφειοκρατίας μέσα από αλλαγές σε 71 κρίσιμες διαδικασίες που αφορούν τις επιχειρήσεις σε έξι τομείς υψηλής προτεραιότητας (Αδειοδότηση, Διεθνές εμπόριο, Εργασιακό και ασφαλιστικό περιβάλλον, Λειτουργία της Αγοράς, Φορολογική λειτουργία και Χρηματοδοτικά & Επενδυτικά εργαλεία), ενώ το επόμενο διάστημα θα επικεντρωθούμε στην περαιτέρω εξειδίκευση αυτών που μπορούν να υλοποιηθούν άμεσα.
Για να πετύχουμε γρήγορη αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας και να ατενίσουμε το μέλλον με αισιοδοξία, απαιτούνται δύο ακόμη κρίσιμες προϋποθέσεις: αφενός, η ενεργειακή μετάβαση πρέπει να σχεδιαστεί με τρόπο που θα καθιστά το ενεργειακό κόστος ανταγωνιστικό για όσους επενδύουν και παράγουν στην Ελλάδα. Αφετέρου, χρειάζεται συνέχιση των μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύσουν τη σταθερότητα και την εμπιστοσύνη.
Η Ελλάδα έχει καταφέρει πολλά, όμως η πρόκληση της παραγωγικότητας παραμένει μπροστά μας. Η επόμενη δεκαετία θα κρίνει αν θα αξιοποιήσουμε πλήρως τις δυνατότητές μας ή αν θα μείνουμε πίσω. Η επιλογή είναι συλλογική: απαιτεί συνέργειες κράτους, επιχειρήσεων και κοινωνίας ώστε να χτίσουμε μια οικονομία ανταγωνιστική, δίκαιη και ανθεκτική στο χρόνο.